Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Το γράμμα



Ο Συνταγματάρχης δείχνει το δρόμο καβάλα. Πίσω εμείς πεζοί. Το Σύνταγμα, δύο χιλιάδες άντρες και διακόσια ζωντανά.
Ανήκουμε στην 5η Μεραρχία. Η 5η είναι η δεύτερη εφεδρική του τακτικού Στρατού και όλοι είχαμε τελειώσει το στρατιωτικό χρόνια πριν. Είχα μάθει με το γκρά. Με κάλεσαν 2 φορές με τον χωροφύλακα στο σπίτι. Κατέβηκα απο το χωριό στη Τρίπολη και έριξα με το νέο ντουφέκι. Μάνλιχερ το λένε και κάτι άλλο πιο δύσκολο για την γλώσσα μας. Είναι ότι καλύτερο στο στρατό έχουμε εκτός του Πεδινού. Εκεί έχουν το 75ρι ταχυβόλο του Γαλλικού, σε μουλάρια δεμένο και το κουβαλάνε μαζί τους. Είναι θανατηφόρο. Με το Πεδινό δουλεύουμε μαζί. Καβαλάμε τις κορυφές, το 75ρι βαράει απο πάνω μας και μεις τρέχουμε. Έτσι φτάσαμε ως εδώ, νικητές.

Έχω δύο πληγές. Για τη πρώτη ντρέπομαι. Έπεσα στην μάχη στο Σαραντάπορο και χτύπησα το κεφάλι μου. Φταίνε τα άρβυλα. Είμαι φτωχός όπως όλοι. Στο χωριό όσοι είχαμε καλά τσαρούχια - εγώ πήρα στο γάμο μου πρώτη φορά δικά μου - τα φυλάγαμε για το πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο και για δουλειές στην Τρίπολη. Πάμε στα χωράφια ξυπόλητοι. Στο στρατιωτικό μας είχαν δώσει μπότες. Τις φορέσαμε τρεις φορές σε παρέλαση και αγήματα και δεν τις ξαναείδαμε. Οι μπότες πήγανε στις ενεργές μεραρχίες. Οι έφεδροι φοράνε άρβυλα. Είναι παπούτσια απο δέρμα βοδιού, ψηλά στον αστράγαλο και δένουν με κορδόνια. Δεν είχα ξαναφορέσει κάτι τέτοιο. Δεν πρόλαβα να τα μάθω. Στο πέσιμο χτύπησα σε πέτρα. Λιποθύμησα και όταν ξύπνησα, στο κεφάλι μου στο πλάι είχε πεταχτεί κάτι μεγάλο σαν καρύδι. Ο γιατρός το χαράκωσε και το αίμα έτρεχε νερό. Δύο μέρες μετά το κεφάλι χώρεσε ξανά στο πιλίκιο αλλά πονάει όταν κάνει κρύο και όταν τρέχουμε με τις λόγχες. Η άλλο πληγή είναι στην γάμπα. Μια οβίδα μας χτύπησε έξω απο τα Γιαννιτσά. Κάναμε έφοδο και ένοιωσα ένα κάψιμο. Μόλις σταθήκαμε να πάρουν ανάσα τα πλεμόνια μας, μετά τις θέσεις του Τούρκου, είδα το πόδι. Το 'ράψα μόνος μου. Ο γιατρός δούλευε τους βαριά χτυπημένους και ντράπηκα να μπω στο γιατρείο για ένα κόψιμο. Ο γιατρός μας είναι σπουδαίος. Μορφωμένος στην Τζένοβα μου είπε. Έχει ιατρείο στην Αθήνα και λένε οτι είναι πολύ πλούσιος. Εκείνη την μέρα που τον είδα να δουλεύει στο κρέας μας πάνω, προτίμησα τα χωράφια μου.
23 Οκτώβρη. Υποχωρούμε πρώτη φορά. Έχουν φτάσει δυνάμεις απο βόρεια. Δεν ξέρουν τί κάνουν οι σύμαχοι οι Σέρβοι αλλά οι Τούρκοι έφτασαν πολλοί και ορεξάτοι για μάχη. Όλη μέρα πολεμούσαμε υπερασπιζόμενοι κάποια στενά τα οποία περάσαμε πριν πέντε μέρες όταν ανεβαίναμε. Λένε οτι οι πρόγονοί μας έχουν πολεμήσει εδώ πολλές φορές. Θα ένοιωθαν το ίδιο άσχημα με μας. Δεν είναι μέρος εδώ για πόλεμο. Κρατήσαμε ενάντια σε πολλαπλές δυνάμεις. Η Μεραρχία σταμάτησε για το βράδυ όταν υποχώρησαν και στρώσαμε για ύπνο. Το Σύνταγμα τέπιασε θέσεις κοντά στο χωριό Ροδώνας δυτικά του Αμύνταιου και νότια ακριβώς των στενών.
Νόμιζα οτι στο χωριό κάνει κρύο. Γελάστηκα. Η Μακεδονία έχει άλλο καιρό βαρύ και υγρό. Περνάει τα κόκκαλα. Κρυώνουμε όλοι. Έχουμε μάλλινες χλαίνες, πουκάμισο και παντελόνι και μέσα βρακί ολόσωμο και κάλτσες. Δεν κάνουν τίποτα. Παρακαλάμε στα χωριά για πανιά να βάλουμε τα μέσα στα ρούχα αλλά δεν έχουν, είναι χειρότερα από μας. Μας δίνουν αυγά και χόρτα με χαρά. Με αυτά συμπληρώνουμε το συσσίτιο. Φασόλια, φακές, αρακάς, τραχανάς και παξιμάδια γεμίζουν τις κοιλιές μας. Ψάχνουμε για κρασί για το κρύο αλλά εδώ πίνουν τσίπουρο που ναι βαρύ και μας χτυπάει στο κεφάλι.

Ακούω το όνομά μου να με καλούν. Βλέπω έναν να μου κάνει νόημα. Φοράει σάκο στο πλάι. Ο ταχυδρόμος είναι - ίσα που φαίνεται τώρα που πέφτει ο ήλιος. Περίμενα βδομάδες να δω γράμμα. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί αν δεν είναι στο μέτωπο πώς είναι να περιμένεις νέα. Η αγωνία σε πνίγει. Τί έγινε η οικογένεια. Πως πάνε οι δουλειές. Τα ζώα, η ψαριά, η σοδιά. Το χωριό αντέχει τον πόλεμο. Οι γονείς των στρατιωτών τί λένε. Εμείς κινδυνεύουμε αυτούς σκεφτόμαστε. Μας κάνει καλό και μας κρατάει το νου μακρυά απο το θάνατο. Όλα έρχονται σε μερικές παραγράφους. Δεν ξέρουν όλοι να γράφουν ή να διαβάζουν. Ο δάσκαλος ή ο παππάς βοηθά. Ο λοχίας ή ο ανθυπολοχαγός το ίδιο. Δεν πήγα ποτέ σχολείο, δεν είχαμε στην επαρχεία όταν ήμουν μικρός. Όταν μας έφτιαξαν και ήρθε δάσκαλος γίναμε φίλοι και το βράδυ στο καφενέ μου έμαθε σιγά σιγά τα βασικά. Φτάνω στον ταχυδρόμο μόνος. Συνήθως παλεύω να περάσω μπροστά απο το κόσμο και ας μας φωνάζει με το όνομα. Η αγωνία μας κάνει παιδιά και σπρώχνουμε ο ένας τον άλλο.
Δεν τον έχω ξαναδεί αλλά μου θυμίζει κάτι το πρόσωπό του. Είναι άσπρος σαν το γάλα. Εμείς βρωμάμε. Τα χέρια του είναι άσπρα και αυτά. Μου μυρίζει περίεργα λιβάνι, θα ναι ψάλτης στην πολιτική ζωή. Τα άσπρα χέρια του ανοίγουν το σάκο και ψάχνουν. Φτύνω στις χούφτες μου και τις τρίβω στο παντελόνι να καθαρίσουν. Καλύτερα τώρα. Πιάνω το γράμμα και τον ευχαριστώ. Μου γελά λες και με ξέρει χρόνια και φεύγει. 
Πάω στη φωτιά και κάθομαι στο χώρο που έχω το σάκο μου. Σκίζω αργά το χαρτί, μαλακά. Το γράμμα μέσα έχει τα γράμματα του δάσκαλου. Τα ξέρω. 'Όμορφα και στρογγυλά. 
"Γιέ μου” ο πατέρας μου στέλνει το γράμμα "είμαστε καλά όλοι. Ο νους μας είναι μαζί σας. Το χωριό κάθε μέρα πάει στον Παπακώστα και ψέλνει για όλους. Οι γυναίκες σου φτιάχνουν πουκαμίσα και κάλτσες. Τα παιδιά παίζουν κάτω απο στο πλάτανο. Μπαμ μπαμ λένε, γελάνε και η πλαγιά γελάει μαζί τους. Εγώ τα ξέρω απο πρώτο χέρι και πικραίνομαι.” Ο πατέρας είχε πολεμήσει το 97. Είχε γυρίσει στη ντροπή και δεν μιλούσε ποτέ για το Κάμπο. "Ζήτησα να ρθω μαζί στον χωροφύλακα αλλά είμαι μεγάλος λέει. Τα μέλη μου είναι δυνατά, μου πε οτι δεν φτάνουν τα ντουφέκια. Τσακώθηκα μαζί του και δεν τον κερνώ όταν τον βλέπω. Να τρέχεις με το κεφάλι κάτω. Να προσέχεις τους σπαχήδες. Να βαράς ξανά αν δεν κατέχεις οτι τον τελείωσες. Τη λόγχη να τη σκουπίζεις, τρέχει το υγρό το υγρό πάνω στη κάννη και στα χέρια. Προσοχή στο καραούλι Αργύρη - το νου σου μην κοιμηθείς. Σε φιλώ εγκάρδια ο πατέρας σου"

Πολεμώ από την πρώτη μέρα. Τα ξέρω όσα λέει ο πατέρας και άλλα τόσα. Μου κάνει εντύπωση ότι με είπε με τ' όνομα μου. Είναι του πατέρα της μάνας μου, αυτός ήθελε του αδερφού του του Γιάννη που πέθανε απο χτικιό μικρός. Δεν της χάλασε χατίρι της μάνας, αλλά δεν με φώναζε ποτέ με το βαφτιστικό μου. Έβαλα το γράμμα στο φάκελο και τα έβαλα στο σάκο. Με φώναξαν στην σκηνή του λόχου - την μόνη σκηνή που έχουμε. Οι αξιωματικοί μέσα κοιτάνε χάρτες και καπνίζουν. Με στέλνουν στον επιλοχία πίσω στην πρώτη διμοιρία. Με έβαλε σκοπό στο δεύτερο γιατί ο Χαρίτος δεν μπορεί μου λέει. Δεν τον ρωτάω γιατί είμαι κοπιασμένος αλλά είναι του Αγίου Ιακώβου σήμερα και είναι η γιορτή του. Περνάω για την ανάγκη μου στο πλάι και γυρνάω πίσω μέσα από την τρίτη διμοιρία.Ένα παλικάρι κλαίει, και ο ανθυπολοχαγός τους του πιάνει το κεφάλι. Τί έγινε; Ο Ιάκωοβος ο Χαρίτος είναι. Έπεσε ο αδερφός του, τώρα το 'μαθε. Σκέφτομαι ότι ο ταχυδρόμος δεν έφερε σε όλους καλά νέα. Τα παιδιά κερνάνε τσίπουρο για την ψυχή του αδερφού. Δεν πίνω παρόλο το κρύο. Κάνω ένα τσιγάρο αλλά το κλάμα του Ιάκωβου με σπαράζει και φεύγω χωρίς πολλά πολλά. Πάω στη θέση μου και πέφτω. Ο ουρανός έχει συννεφιά. Δεν βλέπω φεγγάρι ή άστρα. Κοιμάμαι.
Το τράνταγμα με ξυπνά. Ο δεκανέας αλλαγής. "Σειρά σου - σήκω”. Παίρνω το ντουφέκι, τις σφαίρες, λίγο τυρί και παξιμάδι απο το μεσημέρι. Μια ντουζίνα άντρες πάμε μπροστά. Μαυρίλα. Δεν βλέπω καν τον δεκανέα που είναι πρώτος στη σειρά. Δεν κρατάμε λάμπα στις αλλαγές ούτε κάνουμε τσιγάρο. Μάθαμε απο την κακή στις αρχές. Αλλάζω το σκοπό. Το σαγόνι του τρέμει. Σκέφτομαι το τσίπουρο που αρνήθηκα. Περνάει ώρα. Παγώνω και κάθομαι κάτω. Είναι βρεγμένα αλλά η χλαίνη μου πιάνει τα πόδια. Χασμουριέμαι και τα μάτια μου πέφτουν. Προσπαθώ αλλά είμαι κοπιασμένος απο τη μάχη. Στο τέλος σφαλίζουν και με παίρνει ο ύπνος.

Αργύρη το νου σου! Ο πατέρας. Ξυπνάω ιδρωμένος. Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει. Σκοτάδι μαύρο παντού. Τα μέλη μου είναι ξύλο απο την παγωνιά, τα χνώτα μου άσπρα. Τρίβω τα χέρια μου και τα πόδια να ζεσταθώ. Το κεφάλι μου γυρίζει ξαφνικά πριν ο νους μου καταλάβει -κάτι άκουσα. Δεν ξέρω... Χόρτα στον αέρα; Λαγός; Τα μάτια μου πασχίζουν στο σκοτάδι. Ο νούς μου θα ναι ή το όνειρο και αφήνομαι.
Αργύρη το νου σου! Ξαναγυρνώ το κεφάλι. ο ύπνος μου έχει φύγει, έχω τρομάξει. Ακούω ξανά! Διπλώνω και περιμένω. Βλέπω τον πρώτον σκυφτό. Ψάχνει πάτημα όχι πέντε πήχεις μακρυά. Δίπλα του βλέπω και άλλους. Το ντουφέκι περνάει αργά μπροστά. Η ανάσα μου βγαίνει μέσα στην χλαίνη όπως έχω κουκουλωθεί, και μου ζεσταίνει το στήθος. Το δάχτυλο περνά στην σκανδάλη. Σχεδόν τον αγγίζω. Τραβάω την πρώτη με την κάννη ψηλά όπως είναι από πάνω μου. Οπλίζω και βαράω ξανά δίπλα και ξανά και ξανά στις σκιές. Αδειάζω και πετάγομαι πάνω φωνάζοντας με την λόγχη αλλά δεν βλέπω κανένα. Στο γόνατο πάλι ψάχνω για στόχους. Με ακούω να φωνάζω για συναγερμό όσο πιο δυνατά μπορώ. Η περίπολος φτάνει πρώτη και πέφτει δίπλα μου. Ο λόχος καταφτάνει σε λίγο.
Ο Λοχαγός μας διατάζει μπροστά και ρίχνει φωτοβολίδα με το πιστόλι. Η νύχτα φεύγει, μας βαράνε από παντού, όλη η γραμμή μπροστά παίρνει φωτιά. Το Πεδινό ρίχνει μετά απο λίγο και μεις τρέχουμε με τη σάλπιγγα όλο το τάγμα. Τους παίρνουμε κατόπι μέχρι που πέφτουν όλοι.
Το πρωί έρχεται - δεν έχουμε πολεμήσει ποτέ νύχτα ξανά και έχουν περάσει ώρες. Έχουμε φτάσει πολεμώντας στο διπλανό χωριό του Πεδινού. Έχουμε δύο πεθαμένους και εφτά χτυπημένους, ο ένας ουρλιάζει για την μάνα του. Το Ιππικό μας αλλάζει μαζί με άλλο τάγμα και γυρνάμε πίσω να φάμε και να πάρουμε τα πράματά μας. Περνάμε απο το καραούλι στον Ροδώνα. Είναι τρεις κάτω, ο ένας με κόκκινη ρίγα στο παντελόνι, μπότες ως στο γόνατο και επωμίδες. Προχωράμε μαζεύουμε και πάμε με το σύνταγμα βόρεια προς τα στενά. 

Στο δρόμο με φωνάζει ο λοχαγός να του πω. Του κρύβω οτι κοιμόμουν. Τις επόμενες μέρες μπλέκουμε σε μάχες. Είναι πολλοί αλλά τους έχουμε. Προχωράμε ξανά. Βλέπουμε μπροστά μιναρέδες, το πρώτο σύνταγμα φωνάζει: Μοναστήρι. Φτάσαμε στην πλατεία κουρασμένοι. Πενήντα χιλιόμετρα μαχών και κακουχιών. Η ημερομηνία είναι 2 Νοέμβρη. Τα νέα της Θεσσαλονίκης μας έχουν φτάσει στο δρόμο μαζί με άλλες δύο μεραρχίες για ενίσχυση, μαζί Κοζανίτες ελεύθερους πια, Κρήτες  και Λαρισαίους. Το κλίμα είναι γιορτινό. Οι καφενέδες είναι γεμάτοι. Μεγάλη πόλη και κέντρο για τους Οθωμανούς γεμάτη πρεσβείες και άμαξες. Καθόμαστε εκεί με τους άλλους και πίνουμε. Με φωνάζουν. Ο μέραρχος Υποστράτηγος Ματθαιόπουλος με έναν ανώτερο αξιωματικό που δεν ξέρω, μιλούν με τον λοχαγό απο καβάλα. Χαιρετώ και τους συστήνομαι. Οι ανώτεροι κατεβαίνουν. Ο στρατηγός μου λέει οτι βρήκαν χαρτιά στον αξιωματικό που χτύπησα. Είχε τις θέσεις μας όλες σε χάρτη. Είχε μια διλοχία μαζί, και έψαχνε τρόπο να την περάσει στις γραμμές μας, να μας πιάσει στον ύπνο και να χτυπήσει την επιμελητεία. Μέσα στην νύχτα θα μας έκαναν ταραχή μου λέει. Έσωσα το σύνταγμα μου και την 5η όλη. Συνεχίζει αλλά δεν τον ακούω. Δύο λόχοι. Εγώ κοιμόμουν. Αναρωτιέμαι γιατί ζω και σκέφτομαι τα παιδιά μου. Ο άλλος αξιωματικό δίπλα του μου μιλά. Έρχεται κοντά. Οι στρατιώτες έχουμε μέρες να πλυθούμε και ο Στρατηγός το ίδιο. Ο νεόφερτος μυρίζει άρωμα. Μου συστήνεται: Πρίγκηπας Αλέξανδρος. Νοιώθω τα πόδια μου πέτρες. Ανοίγει το σακάκι του, και βγάζει μια κορδέλα. Μου την περνά στο λαιμό και με κάνει λοχία. Με χαιρετούν εγκάρδια και φεύγουν. Γυρίζω πίσω μουδιασμένος. Οι άλλοι το έχουν μάθει απο τον Λοχαγό και με κερνούν μέχρι την νύχτα συνέχεια. Το βράδυ σε ένα παχνί σε 4 δωμάτια κοιμόμαστε όλοι του λόχου. Διακόσια άτομα ο ένας πάνω στον άλλο. Τουλάχιστον κάνει ζέστη. Κοιτάω το παράσημο και θυμάμαι το γράμμα. Ψάχνω και δεν το βρίσκω. Γυρνάω το σάκο μέσα έξω. Με κλοτσούν να κοιμηθώ και απο την ζάλη του ποτού υπακούω.

Το πρωί ψάχνω πάλι. Το γράμμα ρε παιδιά το είδε κανείς; Ποιο γράμμα; Το γράμμα που έφερε ο ταχυδρόμος. Αργύρη τρελάθηκες; Ποιος ταχυδρόμος; Τους κοιτάζω και τους λέω αυτός που ήρθε την μέρα που έμαθε και τα νέα ο Χαρίτος. Ο Χαρίτος τα έμαθε απο τον Λοχαγό μου λέει ένας, λέει ήταν μπροστά. 
Δεν γίνεται.Ο ταχυδρόμος, το γράμμα, "Προσοχή στο καραούλι Αργύρη - το νου σου μην κοιμηθείς”. Ρωτάω όλο το λόχο, ρωτάω το τάγμα. Με περνάνε για τρελό. Την επόμενη φεύγουμε δυτικά. Πάμε για την βόρεια ήπειρο με Μοναστηριώτες οδηγούς που μεγάλωσαν στην Μοσχόπολη. Στο δρόμο σκέφτομαι που θα είμαστε όλοι αν δεν ερχόταν ο ταχυδρόμος που μόνο εγώ είδα. Στο χώμα ή θα μας έτρωγαν τα σκυλιά.


Έχουμε πάρει το Δυρράχιο αρχαία πόλη Ρωμαίικη στις 30 Νοέμβρη. Η πόλη είναι γεμάτη έλληνες που μας φιλούν και η καρδιά μας γεμίζει. Γίνεται μεγάλο πανηγύρι, τα Γιάννενα, η Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο έπεσαν απο πίσω με την κίνησή μας, χωρίς να ρίξουμε τουφεκιά. Οι Τούρκοι παραδώθηκαν στον Διάδοχο και η περιοχή θα περάσει όλη στην Ελλάδα. Έρχεται ταχυδρόμος και πάω μαζί με τους άλλους να δω. Μερικοί θυμούνται το γράμμα μου τον προηγούμενο μήνα με κοιτάνε και γελάνε. Με φωνάζουν, σπρώχνω να πάω μπροστά. Γράμμα. Μέσα λόγια πολλά, τα γράμματα του δάσκαλου τα λόγια της γυναίκας μου. Το βλέμμα μου βουρκώνει. Ο πατέρα σου, Αργύρη, μας έφυγε του Αγίου Ιακώβου στις 23 Οκτωβρίου. Την μέρα που έφτασε το πρώτο γράμμα απο τον ταχυδρόμο. Μου έρχεται πίσω το πρόσωπό του ταχυδρόμου, τα παστρικά χέρια του, η μυρωδιά απο το λιβάνι. Ταράζομαι. Τρέμω. Όλοι πίνουν γιατί ελευθερώσαμε όλη την Ήπειρο απ' άκρη σ' άκρη. Εγώ πίνω για άλλο λόγο. Καλό ταξίδι πατέρα. 

3 σχόλια: